σιδαλκέα

σιδαλκέα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαλβίδες τής τάξης μαλβώδη και περιλαμβάνει 22 περίπου είδη που είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”